- φωνασκία
- ηφωνή ενοχλητική και διαπεραστική, ακατάσχετη φλυαρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωνασκίᾳ — φωνασκίαι , φωνασκία practice of the voice fem nom/voc pl φωνασκίᾱͅ , φωνασκία practice of the voice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκία — η, ΝΜΑ [φωνασκῶ] νεοελλ. πολύ δυνατή φωνή ή συζήτηση με οξεία και διαπεραστική φωνή μσν. αρχ. η τέχνη άσκησης τής φωνής στην απαγγελία ή στο τραγούδι … Dictionary of Greek
φωνασκίας — φωνασκίᾱς , φωνασκία practice of the voice fem acc pl φωνασκίᾱς , φωνασκία practice of the voice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκίαν — φωνασκίᾱν , φωνασκία practice of the voice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκίαις — φωνασκία practice of the voice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκίη — φωνασκία practice of the voice fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHALCOPHTHONGOS — Graece χαλκόφθογγος, nomem gemmae, apud Solinum, c. 37. Chalcopthongos resonat, ut pulsata aera: pudice habitus servat vocis claritatem. Eadem cum Chalcophono, Χαλκοφώνῳ Plinii, de qua is l. 37. c. 10. Chalcophonos nigra est, sed illisa aeris… … Hofmann J. Lexicon universale
φωνασκικός — ή, όν, Α [φωνασκός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής φωνασκίας («ὅς ἔχων φωνασκικὸν ὄργανον...ἐνεδίδου τόνον μαλακόν», Πλούτ.). επίρρ... φωνασκικῶς Α με φωνασκία … Dictionary of Greek